μαππίον

μαππίον
μαππίον, τὸ (Α) [μάππα]
υποκορ. τού μάππα, μικρό τεμάχιο υφάσματος που ύψωνε ο μαππάριος* στον ιππόδρομο για να σημάνει την έναρξη τής ιπποδρομίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρομάππιον — τὸ, Μ πετσέτα, προσόψιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάππιον (< λατ. mappa «πετσέτα» + κατάλ. ιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”